
Οι θεωρίες της εξάρτησης ανάγονται στην δεκαετία του 1940, όταν μια ομάδα οικονομολόγων της Εθνικής Οικονομικής Επιτροπής για την Λατινική Αμερική, που ανήκε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ξεκίνησε την μελέτη για τον διεθνή καπιταλισμό ως αιτία της υπανάπτυξης.
Η θεμελιώδης παραδοχή ήταν πως ο κόσμος διακρινεται σε ανεπτυγμένο κέντρο και υπανάπτυκτη περιφέρεια. Το πρόβλημα εντοπιζόταν στην ανισότητα των οικονομικών σχέσεων του πρώτου με τον τρίτο κόσμο.

Η περιφέρεια εξήγαγε κυρίως αγροτικά αγαθά και ορυκτές πρώτες ύλες. Εισήγαγε κατασκευασμένα αγαθά από το κέντρο. Στις βιομηχανικές χώρες, τα συνδικάτα πιέζουν για αύξηση των ημερομισθίων και οι βιομήχανοι αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων για να ισοσκελίσουν την δαπάνη. Δεν υφίσταται αντίστοιχη δύναμη επηρεασμού στις περιφερειακές χώρες. Η υπερεπάρκεια εργατικών χεριών εκεί ενισχύει την διαπραγματευτική θέση των επιχειρηματιών με αποτέλεσμα να διατηρούνται τα ημερομίσθια χαμηλά. Αποτέλεσμα, οι εξαγωγές των περιφερειακών χωρών να είναι φθηνές και οι εισαγωγές από το κέντρο, ακριβές.
Παράλληλα, σε βάθος χρόνου η ζήτηση για κατασκευασμένα αγαθά αυξάνεται, ενώ η αντίστοιχη ζήτηση για αγροτικά προϊόντα παραμένει σχετικά σταθερή. Οι τιμές κατασκευασμένων και αγροτικών προϊόντων αποκλίνουν συνεχώς. Πρόκειται για μια συνεχή αφαίμαξη της περιφέρειας από το κέντρο και αυτή είναι η κινητήρια δύναμη της υπανάπτυξης. Στο συνέδριο των Αδεσμεύτων Χωρών, ο Φιντέλ Κάστρο τόνιζε πως το 1959 η πώληση 24 τόνων ζάχαρης παρείχε το αναγκαίο κεφάλαιο για την αγορά ενός οχήματος 60 ίππων. Το 1982, χρειαζόντουσαν 115 τόνοι ζάχαρης. Υπό τέτοιες συνθήκες, υποστήριζε, οι αυξήσεις στην παραγωγικότητα δεν ακολουθούνται από αντίστοιχες αυξήσεις στα ημερομίσθια. Οι χώρες βυθίζονται στην υπανάπτυξη, παρά τις εργώδεις προσπάθειές τους να παραγάγουν περισσότερο.
Για τους επιστήμονες του Economic Commission for Latin America, το πρόβλημα δεν φαινόταν να βρίσκεται στον καπιταλισμό αυτόν καθαυτόν, αλλά στην σύγκρουση εγχωρίου και διεθνούς καπιταλισμού. Ο διεθνής καπιταλισμός εμπόδιζε την περιφέρεια να οργανώσει το παραγωγικό της δυναμικό, μέσω του διεθνούς ανταγωνισμού και της ανισότητας στους όρους του διεθνούς εμπορίου.
Σε όλη την Λατινική Αμερική, τα κράτη ακολούθησαν τις συστάσεις των ειδικών του ΟΗΕ, προχωρώντας σε πολιτικές υποκατάστασης των εισαγωγών, μέσω υψηλών δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα. Για λίγο διάστημα, οι διεθνείς αγορές φάνηκαν να ανέχονται το νέο καθεστώς, αφού διέβλεπαν μια εξαιρετική ευκαιρία για την τοποθετήσεις στην συγκροτούμενη βιομηχανία της περιφέρειας, υπό το καθεστώς κρατικώς προστατευμένων μονοπωλίων. Οι κυβερνήσεις των χωρών της περιφέρειας συγκέντρωσαν ισχυρές οικονομικές εξουσίες, αναλαμβάνοντας την καθοδήγηση της αναπτυξιακής προσπάθειας, με υποκατάσταση των εισαγωγών και προσέλκυση διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων. Στρατιωτικές δικτατορίες καθήλωσαν τα ημερομίσθια και τις κοινωνικές δαπάνες, με τον νόμο και τη βία.
Κατόπιν, το σύστημα κατέρρευσε.
Η θεωρία της εξάρτησης κατάφερε να αναδείξει μείζονες σταθερές και συγκυριακές όψεις του διεθνούς οικονομικού καταμερισμού και των (αν)ισοζυγίων εξουσίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε από τους επιστήμονες που ενσωμάτωσαν την θεωρία της εξάρτησης στην έρευνα και το έργο τους. Εκλαϊκεύοντας τις βασικές τις γραμμές, άρθρωσε έναν ιδιαίτερα δημοφιλή πολιτικό λόγο, που ακόμη και σήμερα γίνεται ευρέως αποδεκτός από την μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών. Η κριτική του στο “Ανήκομεν εις την Δύσιν” του Κωνσταντίνου Καραμανλή υπήρξε ευλογοφανής και ξεθώριασε μόνον με την καλπάζουσα οικονομική ευημερία από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά.
Σήμερα, η θεωρία της εξάρτησης επανέρχεται για την Ελλάδα τραγικά στο προσκήνιο. Στην εποχή του Μνημονίου, οι Έλληνες στέκονται με απορία απέναντι στους πολιτικούς και πραγματικούς επιγόνους του Ανδρέα Παπανδρέου. Στην πολιτική τους ρητορική, καθώς βέβαια και στην πολιτική τους πρακτική, λείπουν εντελώς οι θεμελιακές αναφορές στην εθνική ανεξαρτησία, την λαϊκή κυριαρχία και την κοινωνική απελευθέρωση. Ούτε αναγνωρίζουν, ούτε θίγουν το ζήτημα της εξάρτησης. Αυτό είναι κάτι αξιοπρόσεκτο.