
Τα τείχη της Θεσσαλονίκης είχαν περίμετρο οκτώ χιλιομέτρων. Σήμερα σώζονται περίπου τρεισήμισι από αυτά κυρίως στη περιοχή της Άνω Πόλης. Η πρώτη διαμόρφωσή τους χρονολογείται τον 3ο αιώνα π.Χ. ενώ τον 7ο αιώνα μ.Χ. το ύψος τους έφτανε τα δέκα – δώδεκα μέτρα και αριθμούσαν τέσσερις κυρίως πύλες.
Πρώτη ερχόταν η Χρυσή Πύλη του Βαρδαρίου, εβρισκόμενη στην αρχή της Εγνατίας Οδού. Αποτελούσε την επίσημη είσοδο της Πόλης και ήταν η μοναδική στη δυτική πλευρά.

Δεύτερη η Πύλη της Καλαμαριάς ή Κασσανδρεώτικη (Κελεμεριέ Καπουσού) επί της πλατείας Σιντριβανιού. Η είσοδος αυτή εξυπηρετούσε κατοίκους της Χαλκιδικής και των χωριών στα πέριξ της Πόλεως.
Τρίτη η Πύλη του Γιαλού (Γιαλή Καπού) πλησίον του Λευκού Πύργου. Αυτή την είσοδο χρησιμοποιούσαν οι Θεσσαλονικείς για να φτάσουν στα αμπέλια και τα χωράφια τους. Αυτά ξεκινούσαν πέρα από ένα ρέμα που αργότερα μπαζώθηκε και έγινε η οδός Λυσ. Καυταντζόγλου.
Η τέταρτη Πύλη ονομαζόταν Νέα ή Ληταία (Γενή Καπού) και απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος της κίνησης. Βρισκόταν στο τέλος της οδού Κασσάνδρου εξυπηρετώντας και Δερβίσηδες, οι οποίοι είχαν εκεί τον τεκέ τους.
Με το πρώτος φως, οι Πύλες άνοιγαν για να κλείσουν λίγο μετά τη δύση του ηλίου. Τη φύλαξη τους αναλάμβαναν ομάδες γενιτσάρων, όλοι τους βαθμοφόροι. Οι φρουρές αυτές (Καπού Κεχαγιάδες), ήταν σωστός τρόμος στα μάτια των χωρικών αφού είχαν δικαίωμα διαχείρισης στις πραμάτειες τους. Σε περίπτωση αντίστασης μάλιστα, κινδύνευε ακόμα και η ίδια τους η ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν, οι ανάγκες άλλαξαν και στα 1860 ο Σαμπρή πασάς, τότε διοικητής της Θεσσαλονίκης διατάσσει το γκρέμισμα των τειχών για τρεις κυρίως λόγους.
Ο θαλασσινός αέρας δεν εισερχόταν στη πόλη και η Θεσσαλονίκη υπέφερε από επιδημίες ( το πρόβλημα αερισμού παραμένει μέχρι σήμερα). Παράλληλα υπήρχε προοπτική κατασκευής προκυμαίας έναντι του τότε μικρού λιμανιού και εμπορική ανάπτυξη μέσω καταστημάτων στη παραλία.
Μέχρι το 1873 τα τείχη της Θεσσαλονίκης είχαν κατεδαφιστεί. Τα υλικά τους χρησιμοποιήθηκαν στη πρώτη επίχωση της παραλίας. Ο Σαμπρή Πασάς (πρώην διοικητής στη Σμύρνη) και ο μηχανικός Ρόκκο Βιτάλι μετά τη κατασκευή της προκυμαίας της Σμύρνης προχώρησαν και σε αυτή της Θεσσαλονίκης.
Μαζί με τα τείχη, χάθηκαν ολοκληρωτικά και οι μεγάλες πύλες παίρνοντας μαζί τους καθημερινές ιστορίες και αναμνήσεις. Ένα κεφάλαιο σχεδόν 2200 ετών έφτανε στο τέλος του. Η Θεσσαλονίκη γυρνούσε σελίδα. Η εικόνα της δε θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.