
Τη δεκαετία του ‘80, ο Γάλλος ανοσολόγος, δρ. Ζακ Μπενβενίστ προκάλεσε αναβρασμό στην επιστημονική κοινότητα με την έρευνά του σχετικά με τις ιδιότητες του νερού και το πώς αυτές θα μπορούσαν – κατά την άποψή του – να προσδώσουν επιστημονική τεκμηρίωση σε πρακτικές όπως η ομοιοπαθητική. Το αποτέλεσμα των πειραμάτων του, όπως υποστήριζε, ήταν ένα διάλυμα νερού που είχε τη συμπεριφορά – ή αλλιώς τη «μνήμη» – αντισωμάτων που κάποτε περιέχονταν σε αυτό. Ο Μπενβενίστ βρέθηκε αμυνόμενος σε μια πολυετή ιδεολογική και διανοητική μάχη, καθώς οι ιδέες και οι διαπιστώσεις του δεν συνέκλιναν με τις νόρμες της εποχής.
Τριάντα χρόνια μετά, ο ιολόγος, ιατρός και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Παρισιού, Λικ Μοντανιέ επαναλαμβάνει τα σχετικά πειράματα και προχωρά την έρευνα, αποφασισμένος να ανακαλύψει εάν τελικά υπάρχει κάτι το καινοτόμο και σημαντικό στο έργο του Μπενβενίστ. Ο Μοντανιέ «προστατεύεται», στο μεταξύ, από τους αμφισβητίες χάρη στο κύρος και την καταξίωση της μέχρι τότε πορείας του. Μιας πορείας που κορυφώθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής και Φυσιολογίας το 2008, για την απομόνωση του ιού HIV. «Η σημαντικότερη περίοδος της έρευνάς» του, όμως, συνδέεται με το έργο του Μπενβενίστ. Διότι, κατά δήλωσή του,
«η ανακάλυψη ενός ιού είναι σημαντική αλλά
είναι πολύ σημαντικότερο να μάθουμε
τους μηχανισμούς της ζωής».
Ο Λικ Μοντανιέ (αριστερά) παραλαμβάνει το βραβείο Νόμπελ από το βασιλιά της Σουηδίας, το Δεκέμβριο του 2008.
Το πείραμα on camera
Το 2012 υποδέχεται στο εργαστήριό του κινηματογραφικό συνεργείο για να καταγράψει την εκπομπή ηλεκτρομαγνητικών σημάτων από το DNA ασθενούς που έχει τον ιό HIV. Το δείγμα DNA διαλύεται σε αποστειρωμένο νερό 10 φορές, ώστε στο τελευταίο διάλυμα να μην έχει μείνει ούτε ένα μόριο από το DNA. Το τελευταίο αυτό διάλυμα τοποθετείται σε ειδικό αισθητήρα που συνδέεται με υπολογιστή και με τη χρήση ειδικού λογισμικού, ο Μοντανιέ και οι συνεργάτες του προσπαθούν να καταγράψουν εάν το διάλυμα εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα.
Η κλασική φυσική και η κλασική βιολογία δεν μπορούν να εξηγήσουν τα ευρήματά τους. Το υγρό που ελέγχουν αποτελείται κυριολεκτικά και ουσιαστικά από σκέτο νερό. Κι όμως, φαίνεται ότι εκπέμπει σήμα σαν να περιέχει ακόμα τα μόρια του δείγματος DNA. Tο νερό όχι μόνο «θυμάται» ως αποθηκευμένη πληροφορία τη δομή του δείγματος, αλλά είναι δυνατό αυτή η πληροφορία να καταγραφεί ψηφιακά.
«Πολλοί συνάδελφοί μου θα δυσκολεύονταν πολύ να αποδεχθούν αυτό το αποτέλεσμα, όμως είναι γεγονός. Είναι τεκμηριωμένο, επιστημονικό εύρημα», σχολιάζει ο Μοντανιέ.
Αλλά το πείραμα δεν έχει τελειώσει. Το ψηφιακό σήμα που κατέγραψε ο υπολογιστής του εργαστηρίου πρόκειται να σταλεί στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Σάνιο, στο Μπενεβέντο της Ιταλίας. Ο καθηγητής μοριακής βιολογίας, Βιτόριο Κολαντουόνι ομολογεί ότι «αρχικά είχα πολλές αμφιβολίες» για το περιεχόμενο του πειράματος, όμως εκείνος και η ομάδα του δέχθηκαν να συμμετάσχουν στη διεξαγωγή του με ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον. Άλλωστε, η διαδικασία και τα μέσα είναι αρκετά απλά, αλλά ο συνδυασμός της κλασικής εμπειρικής επιστημονικής προσέγγισης με το ενδεχόμενο μιας εντυπωσιακής ανακάλυψης είναι πολύ ελκυστικός για έναν ερευνητή των θετικών επιστημών.
Η ιταλική ομάδα λοιπόν αναλαμβάνει να χρησιμοποιήσει το ψηφιακό σήμα που έλαβε από τη γαλλική και να το μεταδώσει σε δείγμα εξαγνισμένου νερού. Το δείγμα τοποθετείται σε μεταλλικό κύλινδρο για να προστατεύεται από την ακτινοβολία του περιβάλλοντος και συνδέεται με τον υπολογιστή. Επί μία ώρα, το σήμα μεταδίδεται ξανά και ξανά στο περιεχόμενο του κυλίνδρου. Στη συνέχεια ο καθηγητής Φυσικής Τζουζέπε Βιτιέλο και οι συνεργάτες τους χρησιμοποιούν μια πλέον γνωστή μέθοδο αναγνώρισης και αναπαραγωγής δείγματος DNA, που ονομάζεται αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης, ή πιο σύντομα, PCR. Παρόλο που οι Ιταλοί δεν έχουν στα χέρια τους κανένα δείγμα DNA, παρά μόνο το νερό που εκτέθηκε σε ένα ηλεκτρομαγνητικό σήμα, το αποτέλεσμα της PCR τους αφήνει άναυδους. Η αλληλουχία του αρχικού DNA που χρησιμοποίησε ο Μοντανιέ εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή τους, με ομοιότητα 98%.
Η πρόκληση της επιστήμης
Το πείραμα στέφθηκε με επιτυχία. Πρόκειται για μια από εκείνες τις εκφάνσεις της επιστήμης που, όπως ομολογεί ο καθηγητής Κολαντουόνι, περισσότερο εγείρει νέα ερωτήματα παρά δίνει απαντήσεις.
Η δουλειά του Μοντανιέ έδειξε ότι το νερό έχει την ιδιότητα να αποθηκεύει πληροφορίες. Δεν εξήγησε, όμως, πώς.
Μια εξήγηση επιδιώκει να δώσει ο καθηγητής χημείας και κβαντικής φυσικής, Μαρκ Ανρί, από το Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου: Η μοριακή αλυσίδα του νερού είναι αρκετά μεγάλη ώστε να σχηματίσει θύλακα, το λεγόμενο συνεκτικό χώρο (coherent space). Στο χώρο αυτό δεν μπορεί να εισέλθει άλλο υλικό. Μπορεί όμως να περάσει ηλεκτρομαγνητικό κύμα και να εγκλωβιστεί.
Είναι φανερή, πια, η πρόκληση για τους επαΐοντες της Βιολογίας και της Ιατρικής, να αποδεχθούν το ρόλο της Κβαντικής Φυσικής στην κατανόηση της ζωής. Στην κατανόηση ότι η ύλη υπάρχει και ως σήμα, ως ενεργειακή πληροφορία. Κατά τον Ανρί, η εφαρμογή αυτής της ιδιότητας του νερού, να «κουβαλά» την πληροφορία μιας άλλης ουσίας, συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη της ιατρικής, επιτρέποντας τη δυνατότητα «θεραπευτικής αγωγής ασθενών με συχνότητες αντί για φάρμακα». Άλλωστε, όπως ακριβώς το νερό σε ένα δοκιμαστικό σωλήνα μπορεί να φέρει πληροφορία, έτσι μπορεί και το ανθρώπινο σώμα, το οποίο αποτελείται κατά 70% από νερό.
Αυτό, όμως, «δεν ενδιαφέρει τους επιχειρηματίες» και θα «συναντούσε την αντίσταση μιας σειράς επιστημονικών ομάδων», επισημαίνει ο Ζακ Τεστάρ, διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας και Ιατρικής Έρευνας της Γαλλίας. Την ίδια αντίσταση, ομολογουμένως, είχε συναντήσει και ο Μπενβενίστ, ο οποίος πολεμήθηκε για τις ιδέες του υπέρ το δέον.
Κι όταν η ομάδα του Μοντανιέ ερευνούσε επί χρόνια το θέμα της απομόνωσης του ιού HIV, υπήρχε η ίδια αντίσταση: «Για ένα χρόνο ξέραμε ότι είχαμε εντοπίσει πραγματικά τον ιό, αλλά κανείς δεν μας πίστευε. Τα άρθρα μας απορρίπτονταν».
Το Νόμπελ έκανε τους αμφισβητίες να σωπάσουν, όμως δεν ήταν αρκετό για να τον πιστέψουν όταν ασχολήθηκε με το νερό.
Για τον καθηγητή Φυσικής, Τζιουζέπε Βιτιέλο, ο Μοντανιέ πρέπει να είναι ελεύθερος να συνεχίσει τις προσπάθειές του.
«Το να κάνεις επιστημονική έρευνα σημαίνει
να πιστεύεις σε κάτι αλλά ταυτόχρονα να
είσαι έτοιμος να πιστέψεις και το ακριβώς αντίθετο».